- μετακλητός
- -ή, -ό [μετακαλώ]1. αυτός που μπορεί να μετακληθεί ή αυτός που ήλθε με μετάκληση2. (για υπάλληλο) αυτός που μπορεί να ανακληθεί οποιαδήποτε στιγμή, ο μη μόνιμος, ο ανακλητός3. το ουδ. ως ουσ. το μετακλητό(ιδίως για δημόσιο υπάλληλο) η πιθανότητα ανάκλησης, η μη μονιμότητα.
Dictionary of Greek. 2013.